σαλπιγγοειδής

σαλπιγγοειδής
σαλπιγγο-ειδής, ές,
A trumpet-like, Ruf.Anat.38.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαλπιγγοειδής — trumpet like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπιγγοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σχήμα σάλπιγγας, που μοιάζει με σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”